- τίλμπερι
- ή τύλμπωρυ, το, Νάκλ. είδος παλαιάς επιβατικής άμαξας, δίτροχο μόνιππο χωρίς κάλυμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tilbury από το όν. τού Άγγλου κατασκευαστή αμαξωτών οχημάτων Tilbury].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
Λονδίνο — (London). Πόλη (6.926.319 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και μητρόπολη της Ευρώπης, μαζί με το Παρίσι.… … Dictionary of Greek